ἐπίσκιον

ἐπίσκιον
ἐπίσκιος
shaded
masc/fem acc sg
ἐπίσκιος
shaded
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίσκιος — ἐπίσκιος, ον (Α) 1. σκιερός, σκοτεινός («τόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.) 2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.) 3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”